σεσηρότως

σεσηρότως
σεσηρότως, Adv. of σέσηρα (σαίρω (A)),
A with a grin, Poll.3.132.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σεσηρότως — with a grin indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσηρότως — Α επίρρ. με διεσταλμένα τα χείλη, δηλαδή με πλατύ χαμόγελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεσηρώς, ότος τού σέσηρα, παρακμ. τού αμάρτυρου ενεστ. σαίρω (Ι) «γελώ δείχνοντας τα δόντια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”